κοντραντιτόροι

κοντραντιτόροι
οι
(κατά τη βενετοκρατία) τίτλος αξιωματούχων, καθήκον τών οποίων ήταν η υπεράσπιση τών δικαίων τής κοινότητας και η συζήτηση τών απόψεων που πρότεινε το συμβούλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contradittori].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”